- δόρπα
- δόρπονevening mealneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δόρπια ή Δόρπεια — Η πρώτη από τις τρεις ημέρες της αρχαίας αθηναϊκής γιορτής των Απατουρίων. Ονομάστηκε έτσι από τα δόρπα (δείπνα) που παρέθεταν με την ευκαιρία της γιορτής … Dictionary of Greek